Ο Λεοντής τζιαι η Αγνή, εις το χωρκόν γειτόνοι
Επαίζασιν απού μιτσιοί, στης γειτονιάς τ’αλώνι
Μαζίν αναγιωθήκασιν, τζιαι φίλοι εγινήκαν
Αφού στη ίδιαν γειτονιά, τζ’οι δκυο τους γεννηθήκαν
Μαζίν εις το παιχνίδι τους, μαζίν τζιαι στο σκολείον
Ήταν κοντά τα σπίδκια τους, επαρπατούσαν λλίον
Ο Λεοντής εις τες γιορτές, ήταν σημαιοφόρος
Τζιαι παραστάτης η Αγνή, τζιαι τζείνη πεζοπόρος
Τα χρόνια επεράσασιν, τζιαι τα παιδκιά μιαλήναν
Τζιαι το σκολείον τέλειωσαν , τζιαι έφηβοι εγίναν
Τζιαι η φιλία κράτησεν, ώσπου κοσπενταρήσαν
Τζιαι δυσκολίες της ζωής, μαζίν εν που εζήσαν
Μα η φιλία έγινεν, αγάπη εις το τέλος
Τζιαι τες καρκιές τους τρύπησεν, του έρωτα το βέλος
Τζιαι κάμναν όνειρα τζ’οι δκυο, για την ζωήν πον να’ρτει
Εσκέφτουνταν να χαρτωθούν, τριάντα μια του Μάρτη
Τζιαι οι γονιοί ήταν δεχτοί, οι δκυο τους να παρτούσιν
Τζιαι σύντομα στην εκκλησιάν, μαζίν να παντρευτούσιν
Τζιαι η χαρά τους εν πολλή, ετοιμασίες κάμνουν
Απού τον έναν φεύκουσιν, στον άλλον εν που λάμνουν
Τες βέρες τους δκιαλέξασιν, τζιαι η Αγνή φουστάνιν
Του Λεοντή η φορεσιά, γουστόζικη μου φάνειν
Δκυο-τρείς ημέρες έμειναν, ως τα χαρτώματα τους
Τζι’ούλλοι προσυλοθήκασιν, εις τα καλέσματά τους
Παραμονή της μέρας τους, τζι’ο Λεοντής εχάθειν
Τους φίλους του ρωτήσασιν, αν πούποτε θεάθειν
Κανένας που την γειτονιάν, δεν ήξερεν που πήεν
Ούτε κανένας φίλος του, δκυο μέρες, ενν τον είεν
Μαύρην ιδέαν έβαλαν, τζιαι η Αγνή περίτου
Τζιαι ούλλοι τους εσκέφτηκαν, κάτι κακό περίπου
Τζιαι η Αγνή στο σπίτι του, εβούρησεν κλαμένη
Έφτασεν εις την πόρταν του, τζιαι ήταν αγχωμένη
Πολλές φορές την φάτσιησεν, μα ήταν κλειωμένη
Τζιαι τότε σιουρεύτηκεν, κάτι κακό συμβαίνει
Εις την δουλειάν τον γύρεψεν, με μάδκια δακρυσμένα
Ούτε τζειμέ δεν ήξεραν, τζιαι στόματα κλεισμένα
Στο σπίτιν της εστράφηκεν, τζιαι φύρτην του κλαμάτου
Τζι’αν ένας εθωρούσεν την , σίουρα θα λυπάτουν
Μες τους λυγμούς της σσιάστηκεν, πάνω στο κομοδίνον
Φάκελλον με τα γράμματα, που γράφτηκαν που τζείνον
Τζιαι άρπαξεν τον φάκελλον, με σσιέρκα που ετρέμαν
Μα τζείνα που εδκέβασεν, έθελεν νάτουν ψέμαν
Σσίηλια συγγνώμην, έγραφεν, μ’αγάπησα μιαν άλλην
-Ξέρω πως εν να πληγωθείς, με μιαν πληγήν μεάλην
-Μα πίστεψε πως εν καλά, τωρά εγιώ να φύω
-Θα καταλάβεις κάποτε, τον αρραβώναν λύω
Τζιαι η Αγνή εφύρτηκεν, έτσι χαμέ την βρήκαν
Που πανωδκιόν της βούρησαν, γιατί εφοηθήκαν
Πέρασαν μέρες η Αγνή, τον νουν της για να φέρει
Τζιαι πόσον πόνο τράβησεν, μόνον εκείνη ξέρει
Σιγά-σιγά απάλυνεν, τον πόνον της ο χρόνος
Μα άφηκεν κατάλοιπα, μες την καρκιάν ο πόνος
Δκυο-τρία χρόνια πέρασαν, τζιαι η Αγνή συνήλθε
Τζι΄ένας τζυνούρκος έρωτας, μες την καρκιάν της ήρθε
Σε λλίον επαντρεύτηκεν, τζι’ έκαμεν μια κορούα
Πολλά εν που της έμοιαζεν, τζιαι ήταν ομορφούα
Έκαμεν οικογένεια, τζ’ήταν ευτυχισμένη
Ο άντρας της καλόν παιδίν, που ήταν παντρεμένη
Μίαν ημέραν έτυχεν, να μόνη της στο σπίτι
Κοντεύκαν τα χριστούγεννα, θαρκούμε ήταν Τρίτη
Άκουσεν τζιαι κτυπούσασιν, την πόρτα του σπιδκιού της
Έναν γυρόν του έδωκεν, της πόρτας του κλειδκιού της
Άνοιξε τζιαι ξαφνιάστηκεν, του Λεοντή η μάνα
Για λλίον έμεινε βουβή, τζίτρινη σαν λαμψάνα
Μόλις που εκατάφερεν, να την καλωσορίσει
Στ’αγκάλια της την έβαλεν, τζ’είπεν να την φιλήσει
Τα μάδκια τους βουρκώσασιν, τζιαι κάτσαν να τα πούσιν
Πέρασεν κάμποσος τζαιρός, οι δκυο τους να βρεθούσιν
-Άκου Αγνή μου σού’φερά, τούτο δαμέ το γράμμα
-Να σου το δώκω είπαν μου, τζιαι έκαμα το τάμα
Τζιαι ρώτησεν την η Αγνή, γιατί εφόρεν μαύρα
-Έχω μαράζιν μέσα μου, κρούζει φωθκιά τζιαι λαύρα
-Δκιέβασ’το γράμμα τζιαι να δείς, ήντα που γράφει μέσα
Τζιαι έβαλεν τα κλάματα, τζι’έφυεν που τζειμέσα
Με αγωνίαν ταραχήν, τον φάκελλον τον σσιήζει
Κατάλαβεν τα γράμματα, του Λεοντή, δακρύζει
Τζιαι άρκεψεν τζιαι η Αγνή, το γράμμα να δκιεβάζει
Τζιαι ώσπου το εδκιέβαζεν, έπιαν την το μαράζι
Με τζείνα που της έγραφεν, τα κλάματα της βάζει
-Αγαπημένη μου Αγνή, να πω ένα συγγνώμη
-Θέλω το γράμμα που κρατείς, να το δκιεβάσεις μόνη
-Συγγνώμη π’αναγκάστηκα, για να σου πω το ψέμαν
-Ήταν με πόνο στην ψυσσιή, τζιαι της καρκιάς το γαίμαν
-Μα τώρα πρέπει να σου πω, την καθαρήν αλήθκεια
-Τελειώσασιν τα ψέμματα, τζιαι τα κρυφά παιχνίδκια
-Ούτε αγάπησα ποττέ, ούτε υπήρξεν άλλη
-Ούτε γιατ’ήταν όμορφη, ούτε γιατ’είσσιεν κάλλη
-Τζιαι είπα σου τα ψέμματα, για να σε προστατέψω
-Δεν έθελα αγάπη μου, να σε κοροϊδέψω
-Είσσιεν τζαιρόν που ένοιωθα, στην τζεφαλή ζαλάδες
-Τζιαι πριν τον αρραβώνα μας, περίπου δκυο φτομάδες
-Εις τους γιατρούς κατέληξα, τζι’έκαμα εξετάσεις
-Τζιαι είδα τους που είχασειν, παράξενες εκφράσεις
-Τζιαι ήρτεν η διάγνωση, τζ’ήντα που περιμένει
-Όγκος εις τον εγκέφαλον, λλίος τζαιρός μου μένει
-Επήα εις το σπίτι μου, δεν τόπα σε κανένα
-Πρώτην που ούλλους σκέφτηκα, αγάπη μου εσένα
-Εσκέφτηκα δεν άξιζεν, εσέναν ν’αδικήσω
-Να παντρευτούμεν τζ’ύστερα, σύντομα να σ’αφήσω
-Τζιαι ένα ψέμα σκέφτηκα, για να σου πω πριν φύω
-Τάχα μου πως αγάπησα, άλλην περίτου λλίο
-Έτσι εν να πληγώνεσουν, εις την αρκήν θαρκούμαι
-Τζιαι ύστερα με τον τζαιρόν, ήταν να ξεχαστούμε
-Τούτο το γράμμα γράφω το, με φοβερούς τους πόνους
-Εκόντεψεν η ώρα μου, να σας αφήκω μόνους
-Τζιαι τελευταίον θέλημαν, πριν να σου πω αντίο
-Ευτυχισμένη να σε δω, τζιαι ύστερα να φύω
-Έναν να ξέρεις μανιχά, μπροστά που την μαδκιά μου
-Μόνον εσένα αγαπώ, τζιαι έχω στην καρκιά μου
Τζιαι της Αγνής τα δάκρυα, ετρέχασιν καπάλι
Τζιαι πας το γράμμαν έμεινεν, δεν σήκωσεν κεφάλι
Ώρες πολλές εν πό’μεινεν, τζιαμέ προυμουττισμένη
Θυμήθηκεν τα λόγια του, για ναν ευτυχισμένη
Δκυο-τρεις ημέρες έμαθεν, που βρίσκεται θαμμένος
Τζιαι πήεν εις τον τάφον του, που’ταν μαρμαρωμένος
Μιαν μάτσαν τριαντάφυλλα, επήρεν τζι’άφηκεν του
Ανάμεσα τους, κότζιηνον, πό’ξερεν άρεσκεν του
Ακόμα δεν το χώνεψεν, τον Λεοντήν να χάσει
Στον τάφον όρκον έκαμεν, δεν θα τον ηξηχάσει
Δκυο δάκρυα τζιλήσασιν, στην πλάκαν πας το μνήμα
Σαν ν’άκουσεν τα λόγια του, που ήταν σαν το ποίημα
<<Θέλω να είσαι στην ζωή, πάντα ευτυχισμένη>>
Τζι’έφυεν που τον τάφον του, κάπως ξαλαφρωμένη
Μάρτιος 2021 Ανδρέας Κτωρίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου