kkkkkkkkkkk

«Έκαιγε το χέρι μου…» (Διδακτική ιστορία)





Ροδοκόκκινος από χαρά άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του ο κυρ-Γιώργης και ξέσπασε με ενθουσιασμό:
— Δεν ξανάνιωσα ποτέ μου τέτοια χαρά, Αγλαΐα!
Αυτό το Πάσχα θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή!…
—Μα τι έπαθες, παιδάκι μου; ρώτησε η
γυναίκα του. Ηρέμησε!
Κάτσε.
Τι συνέβη;
Έφερες τα λεφτά;
Σε περιμένω για να πάμε το δώρο που είπαμε.
Πρέπει να βγούμε σύντομα στην αγορά. Μέγα Σάββατο σήμερα.
Δεν μπορώ να γυρίζω στους δρόμους.
—Καλά, καλά! Όλα θα γίνουν. Μη βιάζεσαι!
—Δηλαδή, τι μη βιάζεσαι; Άλλαξες πάλι; Δεν θα πάμε για το δώρο; Έτσι θ’ αφήσουμε τα παιδιά τέτοια μέρα;
—Το ‘κανα το δώρο μου!
—Το έκανες; Δεν σε καταλαβαίνω! Μόνος σου; Χωρίς εμένα; Και τι πήρες;
Και που το πήγες; Δεν συμφωνήσαμε να πάμε να το διαλέξουμε μαζί;
—Νόμισα ότι δεν θα είχες αντίρρηση και διαφορετική γνώμη.
—Μοιάζεις με αίνιγμα!
Τι έγινε λοιπόν;
Για μίλα καθαρότερα, Χριστιανέ μου, για να μη χαλάσουμε τις καρδιές μας πασχαλιάτικα!
—Καλά. Έλα. Κάτσε εδώ στον καναπέ και θα σου τα πω με τη σειρά.
Φέρε μου ένα νερό.
Και αφού τακτοποιήθηκαν, άρχισε ο κυρ-Γιώργης:

Όπως είπαμε το πρωί, ξεκίνησα για το συνοικισμό, για να πάρω το νοίκι από τους Ρωσοπόντιους, που βάλαμε στο σπίτι μας εδώ και δυο χρόνια, όταν έφτασαν σαν κυνηγημένα πουλιά στην Ελλάδα.
Πήγα λοιπόν, χτύπησα το κουδούνι και βγήκε η ψηλόλιγνη χαροκαμένη μάνα και μου ‘πε κλαμένη:
— Συγγνώμη, κύριε! Μας συγχωρείτε που αργήσαμε να σας δώσουμε τα λεφτά.
Μας βρήκε συμφορά τους έρμους! Που να σας τα λέω! Αχ! Αχ! Αρρώστησε το μικρό μου κοριτσάκι. Έχει λευχαιμία, λένε οι γιατροί. Μέρες τώρα τρέχουμε στα Νοσοκομεία.
Οι γιατροί της Κατερίνης μας συμβούλεψαν να πάμε στη Θεσσαλονίκη για καλύτερα, και το πήγαμε. Είχαμε τρεξίματα, γι’ αυτό καθυστερήσαμε να σας δώσουμε τα λεφτά.
Περιμένετε μια στιγμή να σας τα φέρω.
Και πήγε που λες, Αγλαΐα μου, στο διπλανό δωμάτιο και μου ‘φερε το μηνιάτικο.
Το πήρα, είπα «ευχαριστώ», ευχήθηκα «περαστικά» για την κόρη τους και «καλό Πάσχα» και βγήκα στο δρόμο.
Καθώς όμως προχωρούσα, θέλω να με πιστέψεις, Αγλαΐα, ένιωθα σαν να έκαιγε το χέρι μου! Δεν μπορούσα να ησυχάσω.
Μια δυνατή φωνή αντηχούσε μέσα μου:
Έχουν άρρωστο μικρό παιδί, και μάλιστα με λευχαιμία.
Τρέχουν σε γιατρούς. Δεν έχουν δικό τους σπίτι.
Εσύ έχεις δύο.
Γυρίζουν στα πεζοδρόμια και στις λαϊκές αγορές, για να βγάλουν κανένα μεροκάματο.
Τι Πάσχα θα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι;
Εσύ τα έχεις όλα άφθονα και σκέφτεσαι να πάρεις κι άλλα δώρα για τα παιδιά σου, που τα ‘χεις μάλιστα καλοπαντρεμένα. Ρωτάς αν ψώνισαν τίποτε ιδιαίτερο για αύριο αυτοί;
Η μήπως θα περάσουν όπως-όπως κι αυτή τη μέρα;…»
Ήταν τόσο δυνατή αυτή η φωνή μέσα μου, Αγλαΐα, που δεν άντεξα.
Ενώ είχα φτάσει στη στάση του αστικού, έκανα μεταβολή και ξαναγύρισα στο σπίτι. Χτύπησα πάλι το κουδούνι και ξαναβγήκε στην εξώπορτα η Πόντια.
— Ορίστε, κυρ-Γιώργη! Μήπως έγινε κανένα λάθος στο μέτρημα; με ρώτησε.
—Όχι! Όχι! “Ήταν πολύ σωστά! της είπα.
Μα, μια και είναι βαριά άρρωστο το παιδάκι σας, να σας δώσω πίσω το νοίκι. Δεν πειράζει. Είναι πληρωμένος ο μήνας.
Εσείς έχετε ανάγκες τώρα. Πηγαινοέρχεσθε στη Θεσσαλονίκη. Ναύλα, φάρμακα, έξοδα. Κρατήστε τα! Καλή Ανάσταση!
Τα πήρε, που λες, γυναίκα, κι έσκυψε να φιλήσει το χέρι μου. Με χιλιοευχαρίστησε και με γέμισε ευχές για το σπίτι μας. Και, πίστεψέ με, το χέρι μου, που έκαιγε πρωτύτερα, τώρα ήταν δροσερό. Το είχε δροσίσει με τα καυτά της δάκρυα… Μα τι έχεις, Αγλαΐα;
Γιατί κλαις; Δεν χάθηκε ο κόσμος που δεν θα κάνουμε δώρο στα παιδιά! Μήπως τους λείπει τίποτε; Θα τους κάνουμε δώρο στη γιορτή τους.
Στο υπόσχομαι!
—Δεν κλαίω γι’ αυτό, άντρα μου. Καλά έκανες, αλίμονο!
Τι αξία έχει ένα νοίκι. Μακάρι να ‘δίνες και πιο πολλά. Κλαίω, γιατί, καθώς τα ‘λεγες, θυμήθηκα τη μακαρίτισσα τη μάνα μου. Σου τα ‘χω ειπωμένα άλλωστε.
Τι τράβηξαν κι εκείνοι, όταν είχαν έρθει πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή! Μου τα ‘λεγε πότε-πότε, όταν ήμουν παιδούλα, και κλαίγαμε μαζί. Αχ!
Καταραμένη προσφυγιά!
Καλά έκανες! Χαλάλι τους!
Εγώ μάλιστα λέω να βρούμε κι άλλον τρόπο να τους βοηθήσουμε. Να, ας τους αφήσουμε, λέω, δυο-τρεις μήνες ακόμη στο σπίτι μας χωρίς να πληρώνουν και βλέπουμε…
Η Παναγία σε φώτισε!
—Δεν σου το ‘πα πως δεν θα είχες αντίρρηση για το δώρο μου, γυναίκα; Δεν ξέρω μήπως εγώ την καρδιά σου;…
Γεωργίου Γ. Ψαλτάκη· Θεολόγου – Ιεροκήρυκος, Ήταν θαύμα της Παναγίας· 50 αληθινές ιστορίες, Έκδοσις Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», σελ. 182-184, Αθήναι 2013.

via

Castle clash consuming 180lvl legends!!!




ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΜΠΕΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ; (Aφιερώστε 3 λεπτά και διαβάστε το)



Μια γυναίκα φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού της, όταν ξαφνικά βλέπει τρεις γέροντες, φορτωμένους με τις εμπειρίες της ζωής, να την πλησιάζουν στην είσοδο του σπιτιού.
Παρ’ όλο που δεν τους γνώριζε, τους είπε:
Δεν σας γνωρίζω, όμως πρέπει να πεινάτε. Περάστε, αν θέλετε, να φάτε κάτι.
Αυτοί την ρωτάνε:
– Ο άντρας σου είναι στο σπίτι;
– Όχι, δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη.
– Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες.
Όταν επιστρέφει ο σύζυγος, η γυναίκα του περιγράφει το περιστατικό.
– Ας έρθουν τώρα που επέστρεψα! ……..
Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί.
– Δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι μαζί, της λένε οι τρεις γέροντες.
Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί !
Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγεί ξεκινώντας να της συστήνεται:
Είμαι ο Πλούτος, της λέει.
Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που είναι η Ευτυχία.
Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη.
Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άντρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας.
Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν οι γέροντες.
Ο άντρας ενθουσιάζεται και λέει:
-Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε!
Η σύζυγός του όμως δε συμφωνούσε:
-Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας;
 Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει:
-Δε θα’ταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη; Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη!
-Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας, λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.
-Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.
Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά:
-Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας.
Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι…
…και οι δύο άλλοι να την ακολουθούν!
Έκπληκτη η γυναίκα, ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία:
-Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη. Γιατί έρχεστε κι εσείς;!;!;
Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί:
– Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία, οι άλλοι δύο θα έμεναν απ’ έξω. Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη… όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!
Δεν έχει σημασία πού! Όπου υπάρχει Αγάπη, θα υπάρχει επίσης Πλούτος κι Ευτυχία.
via
”go"
RefreshPage