– «Δε μου λες; Γιατί δε με κοιτάς;» Το ρωτάει μια μέρα ο Ήλιος.
– «Άσε με ήσυχο.», είπε το ηλιοτρόπιο.
– «Πες μου γιατί δεν με κοιτάς;»
– «Θέλεις αλήθεια να σου πω;»
– «Ναι»
– «Επειδή θέλω να βγαίνεις μόνο για μένα, μόνο για μένα να γελάς, να λάμπεις μόνο για μένα, εμένα μόνο να ζεσταίνεις, είπε το ηλιοτρόπιο. Αν έβγαινες μόνο για μένα τότε ναι θα σε κοιτούσα.»
– «Μα δε γίνεται αυτό», αποκρίθηκε ο ήλιος. «Δεν γίνεται να βγαίνω μόνο για σένα, να γελάω μόνο για σένα, εσένα μόνο να ζεσταίνω, δε γίνεται.»
– «Τότε κι εγώ δε θα σε κοιτάω.»
– «Μα πρέπει μικρό ηλιοτρόπιο. Θα μαραθείς αν δε με κοιτάς;»
– «Και τι σε νοιάζει εσένα αν μαραθώ. Παράτα με», είπε το ηλιοτρόπιο.
Δεν μίλησε ο ήλιος και το ηλιοτρόπιο κοιτούσε με πείσμα από την άλλη την μεριά.
Και περνούσαν οι μέρες και άρχισε να χλομιάζει το ηλιοτρόπιο.
«Είδατε;» Ψιθύριζαν τα άλλα ηλιοτρόπια μεταξύ τους. «Δεν κοιτάζει τον ήλιο και ορίστε, ιδού τα αποτελέσματα. Δεν το βλέπω καθόλου καλά. Να μου το θυμηθείτε έτσι όπως πάει, αργά ή γρήγορα θα μαραθεί».
Είχε δίκιο. Κάθε μέρα που περνούσε το ηλιοτρόπιο γινόταν όλο και πιο χλωμό. Ο μίσχος, τα πέταλα του μαραινόταν, αλλά ούτε που γυρνούσε να κοιτάξει τον βασιλιά ήλιο. Παραξενεμένα τα άλλα ηλιοτρόπιο το άκουγαν να μιλάει μόνο του: «Φύγε, έλεγε δεν θέλω να σε βλέπω φύγε.»
Ώσπου ένα βράδυ, το τελευταίο εκείνο βράδυ, όταν όλα τα άλλα ηλιοτρόπια είχαν αποκοιμηθεί, μέσα στη νύχτα, μέσα στη σιωπή, πρόβαλε ο ήλιος. Πρώτη φορά έβγαινε το βράδυ. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Βγήκε και έδιωξε το σκοτάδι και πλημμύρισε με ένα χρυσαφένιο φως, μαγευτικό φως το όνειρο του.
– «Ήρθες;», είπε το ηλιοτρόπιο.
– «Ήρθα», είπε ο ήλιος.
– «Μόνο για μένα;»
– «Μόνο για σένα», αποκρίθηκε ο ήλιος, «έλα».
Ένιωσε ανάλαφρο το ηλιοτρόπιο. Τόσο ανάλαφρο σαν να μη το έδενε η ρίζα του στο χώμα. Λες κι έγιναν φτερά τα φύλα του αφέθηκε να ανεβαίνει. Κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε. Ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, τόσο φωτεινός ο ουρανός, δε γίνεται πιο φωτεινός, κι έφτασε κοντά στον ήλιο. Κι από εκεί ψηλά, είδε όλες τις θάλασσες κι όλα τα λιβάδια, είδε λίμνες είδε λειμώνες είδε δάση είδε ροδώνες και χώρες μαγικές και κόρφους μυστικούς και νησιά που ταξίδευαν στο κύμα, και πράσινα ποτάμια που στραφτάριζαν κι ολόλευκα πουλιά πάνω από τα βουνά τα ασημένια.
– «Έλα κοντά μου», είπε ο ήλιος
Το ηλιοτρόπιο πήγε κοντά
– «Πιο κοντά», είπε ο ήλιος
Το ηλιοτρόπιο πήγε πιο κοντά.
– «Κοίτα με», είπε ο ήλιος, «κοίτα με ηλιοτρόπιο. Εσένα μόνο», είπε ο ήλιος και το άγγιξε με την ανάσα του.
Κι ένιωσε την ανάσα εκείνη να το καίει σαν πυρετός, σα φλόγα να το αγκαλιάζει, σαν αστραπή θαμπωτική να το πονά κι ήταν όλα ένα χρυσάφι μέσα του ολόγυρά του. Φλόγα θαμπωτική ο ουρανός απ’ άκρη σ’ άκρη.
Κι ένιωσε τα φυλλοκάρδια του να ανοίγουν, να γλιστράν, να σκορπάν τα σπόρια να πέφτουν δάκρυα και βροχή στις θάλασσες του κόσμου κι όπως άγγιζαν τον αφρό όπως άγγιζαν το κύμα σπίθες χρυσές να αναπηδούν, μυριάδες ηλιοτρόπια να βλασταίνουν στη στιγμή, κύματα κι άλλα κύματα από άλλα ηλιοτρόπια χρυσά, ήλιοι λουλουδένιοι, που στραφτάριζαν ονειρικά, θάλασσες απέραντες χωρίς αρχή και τέλος.
Είχε συννεφιά το άλλο πρωί. Δεν βγήκε την μέρα εκείνη ο ήλιος. Κατασκότεινος ο ουρανός λες να ήταν βουρκωμένος. Το ηλιοτρόπιο έγειρε στον ίσκιο του ξερό καψαλισμένο, δίχως δροσιά, χωρίς πνοή ανάμεσα στα δροσάτα ηλιοτρόπια του κάμπου.
– «Τα θελε και τα πάθε», είπε ένα ηλιοτρόπιο.
– «Πήγαινε γυρεύοντας», είπε ένα άλλο
Έτσι είπαν. Έτσι είπαν και το λυπήθηκαν. Το λυπήθηκαν επειδή κανένα τους δε μάντεψε πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του, κανένας δεν έμαθε ποτέ το τελευταίο όνειρο του.
3. α) Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία μια κοπέλα η Κλυτία που ζούσε όλη μέρα στο παλάτι μαζί με τις αδερφές της έβγαινε μόνο τα βράδια. Ένα όμως από αυτά τα βράδια ξεχάστηκε στο δάσος και έμεινε ως την ώρα που χάραξε. Τότε, είδε τον Θεό Απόλλωνα και αποφάσισε να αφήσει το σκοτάδι και να ζει μέσα στο φως.
Έμεινε 9 μέρες και 9 νύχτες χωρίς φαγητό και νερό μέχρι να πάει όπως πίστευε κοντά της ο Απόλλωνας. Την δέκατη μέρα ρίζωσε στη γη και μεταμορφώθηκε σε λουλούδι που περιμένει πάντα τον ήλιο.
Οπόταν, το ηλιοτρόπιο συμβολίζει τη βαθιά πίστη, την επιμονή, τον θαυμασμό και τον μεγάλο έρωτα.
* Η κίνηση του ηλιοτρόπιου οφείλεται στο φαινόμενο που λέγεται φωτοτροπισμός. Ο βλαστός του μεγαλώνει με τη βοήθεια του ήλιου για να μπορέσει το άνθος να πάρει όσο περισσότερη ηλιακή ενέργεια. Όταν μεγαλώσει πολύ και βαρύνει το άνθος, ο βλαστός δεν έχει τη δύναμη να το στρέψει και να ακολουθήσει τον ήλιο.
β) Σύμφωνα πάλι, με την Ελληνική μυθολογία ο Ήλιος ερωτεύτηκε την Ωκεανίδα Νύμφη, με το όνομα Κλυτία. Η Αφροδίτη όμως, επειδή θύμωσε με τον Ήλιο που φανέρωσε την κρυφή της ερωτική σχέση με τον Άρη, καταράστηκε τον Ήλιο να ερωτευτεί παράφορα την Λευκοθόη που ήταν κόρη του βασιλιά της Περσίας Όρχαμου και της Ευρυνόμης. Ο Ήλιος έριχνε τις αχτίνες του μόνο πάνω στην αγαπημένη του πολύ νωρίς το πρωί και έδυε πολύ αργότερα για να μπορεί να την θαυμάζει. Έτσι, μια μέρα έχοντας πάρει τη μορφή της Ευρυνόμης είπε στις σκλάβες της να φύγουν γιατί είχε να ανακοινώσει ένα μυστικό στην Κυρία τους.
Ο Ήλιος της είπε πως την αγαπούσε και επειδή η Λευκοθόη τρομοκρατήθηκε πήρε την αληθινή του μορφή. Η κοπέλα τον ερωτεύτηκε παράφορα. Η Κλυτία ζήλεψε την ευτυχία τους και ανάφερε στον πατέρα της Λευκοθόης πως η κόρη του ήταν ερωτευμένη με τον ήλιο. Αυτός, την έθαψε ζωντανή κάτω από πολύ άμμο. Ο Ήλιος προσπάθησε να την σώσει μα, ήδη ήταν πολύ αργά γιατί είχε πεθάνει από ασφυξία. "Θα κάνω ότι χρειάζεται για να ανέβεις στον ουρανό", της είπε και την περιέχυσε με αμβροσία. Αμέσως το κορμί της έγινε δέντρο που παράγει λιβάνι. Ο Ήλιος περιφρονούσε την Κλυτία η οποία από την απελπισία της έπεσε σε μαρασμό. Η Κλυτία ρίζωσε και μετατράπηκε σε ένα φυτό που είχε ένα λουλούδι με κίτρινο χρώμα. Το όνομα του λουλουδιού είναι ηλιοτρόπιο και μαρτυρά τον έρωτα της προς τον Ήλιο. Το λουλούδι αυτό γυρίζει όπου βρίσκεται ο Ήλιος. Λένε πως όταν βρεθεί το ηλιοτρόπιο κοντά σε δέντρα που παράγουν λιβάνι τα μαράινει και μετά μαραίνεται και αυτό.
Παίξετε και το πιο κάτω παιχνίδι κάνοντας κλικ στο πιο κάτω:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου